παράλλαγμα

παράλλαγμα
παράλλ-αγμα, ατος, τό,
A alternation, παραλλάγματα overlapping ends of broken bones, Hp.Art.16.
II difference, variation, Epicur.Nat.Herc.908.1,al., Str.2.1.35 (pl.), Plu.Num. 18 ;

π. μηνιαῖον Gem.8.19

, al.; departure from the normal, Metrod. Herc.831.5,7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παράλλαγμα — alternation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράλλαγμα — το αυτός που άλλαξαν τα χαρακτηριστικά του από αρρώστια ή κάκωση, άσχημος, έκτρωμα: Παράλλαγμα τον κατάντησε η αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράλλαγμα — τὸ, Α [παραλλάσσω] 1. παράλλαξη 2. εναλλαγή, ποικιλία, διαφορά 3. απόκλιση από το κανονικό …   Dictionary of Greek

  • παραλλαγμάτων — παράλλαγμα alternation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλάγματα — παράλλαγμα alternation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασημάδεμα — ατος, το αλλαγή στα σημάδια, στα σουσούμια, παράλλαγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”